- πειραματίζομαι
- 1. κάνω πειράματα, εκτελώ δοκιμασίες ή εφαρμογές θεωρητικών γνώσεων, εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη για άσκηση ή παρατήρηση2. δοκιμάζω, επιχειρώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πείραμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.